Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοπισμός — ὁ, Α [τοπίζω] εντοπισμός … Dictionary of Greek
τοπισμοῦ — τοπισμός localization masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)